- κτηνομίσθιο
- το (Μ κτηνομίσθιον)το μίσθωμα που καταβάλλεται από μισθωτή ζώου στον ιδιοκτήτη του, το αγώγινεοελλ.το χωριστά συμφωνημένο ετήσιο μίσθωμα που πρέπει να καταβληθεί από τον μισθωτή αγροτικού κτήματος στον ιδιοκτήτη για τη χρησιμοποίηση ή εκμετάλλευση τών κτηνών που υπάρχουν στο αγρόκτημα, π.χ. βοδιών που οργώνουν, φορτηγών ή γαλακτοφόρων ζώων κ.λπ.[ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + μίσθιον (ουδ. τού επιθ. μίσθιος «μισθωτός» < μισθός), πρβλ. ημερο-μίσθιο, ωρο-μίσθιο].
Dictionary of Greek. 2013.